βαθυαγκης

βαθυαγκης
    βαθυαγκής
    βαθυ-αγκής
    2
    изрезанный глубокими ущельями
    

(αἱ Ἄλπεις Anth.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "βαθυαγκης" в других словарях:

  • βαθυαγκής — βαθυαγκής, ές (Α) αυτός που έχει βαθιές χαράδρες. [ΕΤΥΜΟΛ. < βαθύς + αγκής < άγκος «ορεινή κοιλάδα, φαράγγι» (πρβλ. εναγκής)] …   Dictionary of Greek

  • βαθύ- — [ΕΤΥΜΟΛ. < βαθύς. Ο τ. χρησιμεύει ως α συνθετικό πολλών λέξεων της αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής και δηλώνει: 1. αυτόν που έχει βάθος πρβλ. βαθύκολπος, βαθύπεδος, βαθύρριζος αρχ. βαθυαγκής, βαθύγαιος, βαθυδινήεις, βαθυκύμων,… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»